- ούτε
- σύνδ. συμπλεκτ.: Ούτε ο Μάρτης καλοκαίρι ούτε ο Αύγουστος χειμώνας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οὔτε — and not indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ούτε — (ΑΜ οὔτε) (αρνητικό επίρρ. και συμπλεκτικός σύνδ. συν. διπλός ή πολλαπλός ο οποίος συνδέει παρατακτικά αρνητικές προτ. ή έννοιες) και όχι, και δεν (α. «ούτε πήγα, ούτε τηλεφώνησα» β. «οὔτε γὰρ ἵνα ἡ γένεσις μὴ ἐπιλείπῃ», Αριστοτ. γ. «οὔτε τι… … Dictionary of Greek
Οὔτε γὰρ πτηνὸς... ῥᾁδιόν ἐστιν καταςχεῖν, οὔτε λόγον προέμενον κρατῆσαι δυνατόν. — οὔτε γὰρ πτηνὸς... ῥᾁδιόν ἐστιν καταςχεῖν, οὔτε λόγον προέμενον κρατῆσαι δυνατόν. См. Слово воробей, вылетит, назад не поймаешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
οὕτε — ἕτε , ἵημι Ja c io aor imperat act 2nd pl ἕτε , ἵημι Ja c io aor ind act 2nd pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὗτε — ὅστε who masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οὔτε ἴππῳ χωρὶς χαλινοῦ οὔτε πλούτω χωρὶς λογισμοῦ δυνατὸν ἀσφαλῶς χρήσασθαι. — См. Саврас без узды … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τόπων μεταβολαὶ οὔτε φρόνησυν διδάσκουσιν, οὔτε ἀφροσυνην ἀφαιροῦνται. — τόπων μεταβολαὶ οὔτε φρόνησυν διδάσκουσιν, οὔτε ἀφροσυνην ἀφαιροῦνται. См. Ворона за море летала, а ума не стало … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μέτρια — ούτε πολύ ούτε λίγο, με σωστή αναλογία, χωρίς υπερβολές: Στο ταξίδι πέρασα μέτρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοὔθ' — οὔτε , οὔτε and not indeclform (adverb) οὔτι , οὔτι in no wise indeclform (adverb) οὔτι , οὔτις no one neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοὔτ' — οὔτε , οὔτε and not indeclform (adverb) οὔτι , οὔτι in no wise indeclform (adverb) οὔτι , οὔτις no one neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)